- κηρωματικός
- κηρωματικός, mit Wachssalbe bestrichen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κηρωματικός — κηρωματικός, ὁ (Α) [κήρωμα] 1. αυτός που παρασκεύαζε κηρώματα, αλοιφή από κηρό 2. αυτός που γινόταν με κήρωμα 3. παλαιστής αλειμμένος με κήρωμα … Dictionary of Greek